Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῆς παρθενίας

См. также в других словарях:

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

  • αγνείας, πείρα — Ο έλεγχος της παρθενιάς ή της συζυγικής πίστης της γυναίκας. Η π.α. απασχόλησε την ανθρωπότητα από τα πανάρχαια χρόνια. Πρώτοι που υπέβαλαν τις γυναίκες σε έλεγχο για να αποδείξουν την αγνότητά τους ήταν οι Βαβυλώνιοι. Το έθιμο παρέλαβαν απο… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН ЛАСКАРЬ — [Пигонит, Сирпаган, Каломисид; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Λάσκαρης, Πηγωνίτης, Συρπάγανος (Σηρπάγανος), Καλομισίδης] (2 я пол. XIV после 1425), визант. мелург и певчий. Имя И. Л. достаточно часто встречается в греч. певч. рукописях (самое раннее упоминание …   Православная энциклопедия

  • Ιλδεφόνσος — (Ildefonse, 7ος αι. μ.Χ.). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Διετέλεσε αρχιεπίσκοπος στο Τολέδο. Πήρε μέρος στις συνόδους που έγιναν σε αυτή την πόλη (653, 655) και διακρίθηκε για τη μαχητικότητα με την οποία υπερασπίστηκε τα δικαιώματα της… …   Dictionary of Greek

  • φθόριος — ον, ΜΑ [φθορά ή φθόρος] το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριον φαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή τής κύησης, για έκτρωση αρχ. 1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» ποσό που δινόταν στη νύφη ως …   Dictionary of Greek

  • μιξοπαρθένα — και μειξοπαρθένα, η νέα κοπέλα η οποία, ενώ διατηρεί τα δείγματα τής παρθενιάς, ικανοποιεί τις σεξουαλικές της επιθυμίες με άλλους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι* + παρθένα] …   Dictionary of Greek

  • отълогъ — ОТЪЛОГ|Ъ (1*), А с. Луг. Образн.: и ѿ Июдѣи же Х(с)ъ ѹнотьствиѥ и дв(с)тво почисти, ѿ д҃вы рожьсѧ, дв҃чьскы(х) ѿлогъ ѥстьства прозѧбе и бл҃гоѹханьныхъ цвѣтъ мнихъ неѹвѧдомы˫а приносить вл(д)цѣ и тв҃рцю. (τοὺς τῆς παρϑενίας λειμῶνας) ГА XIV1, 271г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αναπαρθένευσις — ἀναπαρθένευσις ( εως), η (Μ) αποκατάσταση τής παρθενίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»